O Μανώλης Χατζημάρκος γεννήθηκε στον Βόλο στις 23 Απριλίου του 1927 και ήταν το 6ο παιδί της οικογενείας. Όπως δε ο ίδιος αναφέρει στην αυτοβιογραφία του ήταν όλοι καλλίφωνοι. Οι αδελφές του Ελένη, Στέλια και Άννα αλλά και ο μικρότερος ο «μπέμπης» ο Γιώργος Χατζημάρκος.
Γεννήθηκε στην Νέα Ιωνία Βόλου Μαγνησίας το 1927, από γονείς πρόσφυγες, οι οποίοι προέρχονταν από το Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας. Πήρε τα πρώτα ακούσματα βυζαντινής μουσικής από τον πατέρα του Κωνσταντίνο , που έφερε την παράδοση των Τράλλεων της Μικράς Ασίας. Ήταν παντρεμένος με την Ιωάννα, με την οποία έχει δυο παιδιά, τον Κωνσταντίνο και τον Βασίλειο.
Διδάχτηκε την εκκλησιαστική ψαλτική παράδοση από τον Χρήστο Πάντα, τον Θεόδωρο Χατζηθεοδώρου, τον Θεοδόσιο Γεωργιάδη και τον πατριαρχικό πρωτοψάλτη Κωνσταντίνο Πρίγγο και πήρε πτυχίο και δίπλωμα βυζαντινής μουσικής με άριστα και Α’ βραβείο από το Ελληνικό Ωδείο Αθηνών, όπου σπούδασε και ευρωπαϊκή μουσική. Σε ηλικία επτά ετών διορίστηκε Α’ κανονάρχος στο μητροπολιτικό ναό του Αγίου Νικολάου στον Βόλο, ενώ δώδεκα ετών έγινε πρωτοψάλτης στον Ιερό Ναό του Αγίου Γεωργίου στα Κάτω Λεχώνια. Δυο χρόνια αργότερα διορίστηκε στον ναό του Αγίου Δημητρίου στον Αλμυρό, ενώ από το 1944 ήταν πρωτοψάλτης στον μητροπολιτικό ναό του Βόλου μέχρι το 1979 που εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Κατά καιρούς υπηρέτησε ως πρωτοψάλτης στη Χρυσοσπηλιώτισσα Αθηνών, στον ‘Άγιο Αχίλλειο Λαρίσης και στον ‘Άγιο Διονύσιο τον Αεροπαγίτη στην Αθήνα.
Επιπλέον, ο Εμμανουήλ Χατζημάρκος ίδρυσε και διηύθηνε ονομαστές χορωδίες, όπως η Βυζαντινή Χορωδία Βόλου {1946} και ο πρότυπος Βυζαντινός Χορός Αθηνών και εργάστηκε ως καθηγητής μουσικής στην εκκλησιαστική αλλά και τη μέση, την ανωτέρα και την ανώτατη εκπαίδευση. Υπήρξε ιδρυτής και συνεργάτης πολλών σχολών, μέλος του εποπτικού συμβουλίου εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας, πρόεδρος των καθηγητών της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης της Ελλάδας. Εξέδωσε επίσης πολλά βιβλία εκκλησιαστικής παραδοσιακής και ευρωπαϊκής μουσικής , όπως επίσης δίσκους , κασέτες και CD εκκλησιαστικής μουσικής. Ο Εμμανουήλ Χατζημάρκος δίδασκε στο Δημοτικό Ωδείο Βόλου και στο Ωδείο Αλίμου. Ήταν επίσης συνεργάτης του ραδιοφωνικού σταθμού της Εκκλησίας της Ελλάδας και διευθυντής της Βυζαντινής Χορωδίας του Δήμου Βόλου .
Διετέλεσε για σειρά ετών Πρόεδρος του Συνδέσμου Ιεροψαλτών Βόλου «Ιωάννης Κουκουζέλης» και με την ιδιότητά του αυτή αλλά και το αναμφίβολο βεληνεκές του ως προσωπικότητα της ιεροψαλτικής κοινότητας υπήρξε -ουσιαστικά – ο ιδρυτής της Ομοσπονδίας Ιεροψαλτών Ελλάδας. Υπό την καθοδήγηση και καθοριστική υποστήριξη του Μακαριστού Μητροπολίτου Δημητριάδος και μετέπειτα Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος κυρού ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, κατάφερε μαζί με άλλους διαπρεπείς του χώρου, τον Αθανάσιο Καραμάνη, τον Κυριαζή Κυριαζή, τον Νικόλαο Λώλο και τον Χρήστο Χατζηνικολάου να ενώσει τον ψαλτικό κόσμο και να τον οδηγήσει στο ιστορικό Ιδρυτικό Συνέδριο του Βόλου, το 1979. Διετέλεσε πρόεδρος της ΟΜΣΙΕ λίγους μήνες μετά την ίδρυσή της.
Για την τεκμηρίωση των όσων αναφέρονται αλλά και για πρόσθετες ενδιαφέρουσες πληροφορίες, παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από την αυτοβιογραφία του που συνέγραψε ο ίδιος και διέσωσε η οικογένειά του.
«Ιδρύω την ιδίαν εποχήν (Σ.Σ. 1947) την Βυζαντινήν Χορωδίαν του Βόλου, που τα μέλη της ήσαν απόφοιτοι της Σχολής μας και η οποία παρουσιάσθηκε επιτυχώς εις πλείστας πόλεις της Ελλάδος και του εξωτερικού. Αναφέρω τις σπουδαιότερες Ηρώδειον Αθηνών (έτος 1977), Αρχαίον θέατρον Πάτρας (έτος 1978), Θέατρον Τιτάνια, Αίθουσα Συλλόγου Παρνασσός, Τερψιχόρη Χίλτον, Αρχαιολογική Εταιρία, Λαϊκόν Πανεπιστήμιον, Πολυτεχνείον Αθηνών, Ρώμη (έτος 1982) και άλλα μέρη «ων ούκ έστι αριθμός» αποσπάσασσα θερμές κριτικές από ειδικούς, τις οποίες παραθέτουμε από τις εφημερίδες άνευ ιδικών μας σχολίων.
Έχω λοιπόν ψάλλει στον Μητροπολιτικόν Ναόν του Βόλου, στον Μητροπολιτικόν Ναόν της Λαρίσης, στην Χρυσοσπηλιώτισσαν Αθηνών, και εις τον Καθεδρικόν Ναόν του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου Αθηνών. ΄Εψαλα επίσης σε όλες τις πόλεις της πατρίδας μας αλλά και σε χιλιάδες πανηγύρεις ιερών Ναών της Υπαίθρου από το Ταίναρον μέχρι τα Δίκαια της Θράκης και από την Κέρκυραν μέχρι την Σκιάθον.
Στο εξωτερικό πολλές φορές έψαλα στην Κωνσταντινούπολιν, Κύπρον, Χάιφαν, Βιέννην, Στουτγγάρδην, Στρασβούργον, Ρώμην και άλλού. Απέφευγα το ταξίδι με αεροπλάνο, γι΄αυτό δεν δέχθηκα προτάσεις για Αμερικήν, Καναδάν και Αυστραλία κ.τ.λ.»
Και αντί επιλόγου παραθέτουμε ένα ακόμη απόσπασμα που καταδεικνύει το έμφυτο ταλέντο του και το θείο χάρισμα που είχε:
«Η κεντρική πλατεία απείχε από το πατρικό μου σπίτι τρεις δρόμους, τρία τετράγωνα όπως τα έλεγαν τότε εμείς μέναμε στον πρώτο τετράγωνο και ο Μητροπολιτικός Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου απείχε από το σπίτι μας περίπου εκατό μέτρα. Στην κεντρική λοιπόν πλατεία που ήταν και είναι ο περίβολος της εκκλησίας, παίζαμε με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς μας μπάλα, ήμαν τότε έξη χρονών και πήγαινα στην πρώτη μικρή, με δασκάλα την κυρία Ουρανία, που την λέγαμε «πάπια», λόγω του πάχους της και του περίεργου βαδίσματός της.
Κατά την διάρκεια λοιπόν του παιχνιδιού ακούω την καμπάνα και εκείνη την στιγμή με μια κλωτσιά του φίλου μου Αναστάση Καλαθόπουλου πήγε η μπάλα και κατέληξε στο αριστερό αναλόγιο. Εκεί βλέπω έναν μαθητή γυμνασίου να ψάλλει (διακρίνονταν τότε οι μαθητές από τα πηλίκια που φορούσαν), μου άρεσε η φωνή του και ξεχάστηκα μέσα στον Ναό. Ήρθαν δύο –τρεις συμπαίχτες μου και μου πήραν την μπάλα που είχα στα χέρια μου και άκουγα τον μικρό ψάλτη που δεν ήταν άλλος από τον Κων/νο Πάντα, πρωτότοκον υιόν του μετέπειτα δασκάλου μου Χρήστου Πάντα, λαμπαδαρίου του Μητροπολιτικού Ναού του Βόλου.
Ακούγοντας τον νεαρό ψάλτη ανέβηκα στο αναλόγιο χωρίς να με καλέσει ο ψάλτης, τον οποίο όμως ισοκρατούσα.»
Ο Μανώλης Χατζημάρκος πέθανε στις 24 Φεβρουαρίου του 2013.