Υπόμνημα προς τις Ιερές Μητροπόλεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Περιφερειακής Συνόδου Κρήτης.
Θέμα: Περί της υποχρεωτικότητας της Εφαρμογής του Κανονισμού 176/2006 της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ιεροψαλτών και της καταστάσεως αυτών)
Με το παρόν υπόμνημά μας επανερχόμαστε στο μείζον ζήτημα της τήρησης του ισχύοντος νομικού πλαισίου περί του ιεροψαλτικού λειτουργήματος, όπως αυτό διέπεται από τους νόμους του κράτους, τον Κανονισμό Ιεροψαλτών (εξής Κ.Ι.) και τις Αποφάσεις των επίσημων Οργάνων της Εκκλησίας.
Όπως είναι γνωστό, ο Κανονισμός ψηφίστηκε από την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος -ομόφωνα- την 12η Οκτωβρίου του 2006 και δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως µε αριθμό ΦΕΚ 268, τεύχος Α΄ την 19η Δεκεμβρίου του ιδίου έτους. Το κείμενο αποτέλεσε καρπό συμφωνίας μεταξύ Εκκλησίας και της ΟΜΣΙΕ, που συνέταξαν δύο μικτές Ειδικές Συνοδικές Επιτροπές κατά την χρονική περίοδο 1999 έως 2006. Εφεξής, ο Κανονισμός Ιεροψαλτών ρυθμίζει το σύνολο των θεμάτων περί της υπηρεσιακής κατάστασης αυτών και ιδιαίτερα περί των καθηκόντων και των δικαιωμάτων τους, εξαιρουμένου του μισθολογικού, το οποίο ενώ συμφωνήθηκε τότε να παραπεμφθεί σε μελλοντική Επιτροπή, μέχρι σήμερα (18 χρόνια αργότερα) παραμένει άλυτο.
Επιπλέον των ανωτέρω, οφείλουμε να κάνουμε μνεία της Αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος της 7ης Δεκεμβρίου 2022, κατόπιν σχετικού αιτήματος της ΟΜΣΙΕ, που αναφέρει ρητώς ότι «Η Ιερά Σύνοδος αναγνωρίζουσα ότι οι Ιεροψάλται, είναι πολυτιμότατοι εργάται των Αναλογίων των Ιερών Ναών της Ορθοδόξου Εκκλησίας που υπέστησαν μείωσιν των αποδοχών αυτών κατά την υπερδεκαετή οικονομική κρίσιν, ως και την περίοδον της πανδημίας…».
Με βάση τα ανωτέρω ο Κανονισμός Ιεροψαλτών αποτελεί κανονιστική πράξη με υποχρεωτική εφαρμογή, συνιστά κανόνα δικαίου και έχει ως πεδίο εφαρμογής το σύνολο της Ελληνικής Επικράτειας, καθώς ρυθμίζει ζήτημα εργατικής νομοθεσίας.
Ως εκ τούτων, οι ψάλτες είναι υπάλληλοι του Ενοριακού Ναού (ΝΠΔΔ) κατέχοντες οργανική θέση που συστάθηκε δια του Κανονισμού[1] και συνδέονται με αυτόν με σχέση δημοσίου δικαίου.
Ιδιαίτερα οφείλουμε να επικεντρωθούμε σε μια σειρά διαδικασιών, η μη τήρηση των οποίων αποτελεί πράξη παράνομη, καθώς αλλοιώνει τον χαρακτήρα του ιεροψαλτικού λειτουργήματος (διαχρονικά αποδεκτό από την Εκκλησία και σεβαστό επί αιώνες), υποβιβάζοντάς το de facto από αμειβόμενο επάγγελμα σε εθελοντική προσφορά, υπονομεύει την αξία της ψαλτικής τέχνης ως στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας μας αλλά και της ανθρωπότητας (UNESCO) και υπονομεύει τα συμφέροντα των ιεροψαλτών ως εργαζομένων και ελεύθερων ανθρώπων.
- ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΠΡΟΣΛΗΨΗΣ ΙΕΡΟΨΑΛΤΩΝ.
Κατά την διαδικασία πρόσληψης είναι υποχρεωτική η τήρηση του άρθρου 4 του Κανονισμού (Κ.Ι.). Ειδικότερα:
- Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Ιερού Ναού ενημερώνει εγγράφως την Ιερά Μητρόπολη για την ύπαρξη κενής θέσης Ιεροψάλτη.
- Στη συνέχεια προβαίνει σε σχετική ανακοίνωση, η οποία δημοσιεύεται σε δύο (2) εφημερίδες, από τις οποίες η µία πρέπει να είναι τοπική του Νομού στον οποίο βρίσκεται ο Ιερός Ναός, προς πλήρωση θέσης του οποίου γίνεται η προκήρυξη.
- Σύμφωνα με τη παρ. 4 ελέγχονται τα στοιχεία των ενδιαφερομένων από την αρμόδια Επιτροπή ακροάσεως Ιεροψαλτών, που έχει συγκροτηθεί από τον οικείο Μητροπολίτη και συντάσσεται πρακτικό με τη σειρά κατάταξης των υποψηφίων.
- Η γνώμη της Επιτροπής προς το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο είναι συμβουλευτική.
- Το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο μπορεί να διαφωνεί με τη γνώμη της Επιτροπής, οφείλει όμως να αιτιολογήσει τη διαφορετική πρόταση.
- Ο διορισμός του Ιεροψάλτη γίνεται µε απόφαση του οικείου Μητροπολίτη µετά την τελική πρόταση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου.
- Απαγορεύεται ο αποκλεισμός Ιεροψαλτών από τη διαδικασία εκδήλωσης ενδιαφέροντος.
- Η μη τήρηση της ανωτέρω διαδικασίας αποτελεί παράβαση των διατυπώσεων του άρθρου 4, γεγονός που επηρεάζει την εγκυρότητα της πράξεως διορισμού.
Ο διορισμός Ιεροψάλτου πρέπει να είναι έγγραφος. Η έλλειψη του αναγκαίου διοριστήριου εγγράφου, καθώς απαιτείται ως συστατικό στοιχείο για την ύπαρξη της υπαλληλικής σχέσης, θεωρείται ότι καθιστά την σχέση ανύπαρκτη.
- ΑΣΦΑΛΙΣΗ ΙΕΡΟΨΑΛΤΩΝ
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία η ασφάλιση του προσωπικού οποιουδήποτε φορέα δεν αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή συναλλαγής. Το άρθρο 5 του Κ.Ι. ρητώς αναφέρει ότι: «Όλοι οι διοριζόμενοι Ιεροψάλτες ασφαλίζονται στο Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων (παλαιότερα Ι.Κ.Α. και πλέον ΕΦΚΑ) σύμφωνα με τις περί αυτού εκάστοτε ισχύουσες διατάξεις».
Επιπροσθέτως, οφείλουμε να συνεκτιμούμε ότι συνεχείς νομοθετικές πρωτοβουλίες των Κυβερνήσεων των τελευταίων ετών έχουν εξομαλύνει τις περισσότερες από τις αδυναμίες του συστήματος (περιπτώσεις διπλοθεσίας, δημοσίων υπαλλήλων, συνταξιούχων κλπ), ώστε δεν πρέπει πλέον να λογίζονται ως λόγοι άρνησης τήρησης του Κανονισμού.
Ιδιαίτερα, ο πρόσφατος νόμος για τα φιλοδωρήματα των εργαζομένων στην εστίαση μπορεί κάλλιστα να επεκταθεί και στους Ιεροψάλτες (γιατί όχι και στους ιερείς), ώστε τα «Τυχερά» που λαμβάνουν να είναι νομότυπα και, μέχρι ποσού 300 ευρώ μηνιαίως, να απαλλάσονται φορολόγησης και εισφορών. Με αυτό τον τρόπο θα σταματήσει και η καταλαλιά του κόσμου για τη νομιμότητα των εισφορών του για μυστήρια, κηδείες, μνημόσυνα κλπ.
Τέλος, είναι προφανές και ανάξιο λόγου οποιοδήποτε φαινόμενο συναλλαγής μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη, ώστε με την σιωπηρή αποδοχή της εισφοροδιαφυγής από μέρους του δεύτερου των συμβαλλομένων να συμφωνείται οποιοδήποτε επιπλέον οικονομικό όφελος. Όποιος δεν μπορεί να προσφέρει τις υπηρεσίες του νομότυπα, μπορεί να παραχωρήσει την θέση του σε κάποιον νεότερο συνάδελφο, εφ’ όσον διαθέτει τα κατάλληλα προσόντα και το έχει ανάγκη.
- ΑΠΟΔΟΧΕΣ ΙΕΡΟΨΑΛΤΩΝ
Παρατηρούνται ευρέως, τα τελευταία χρόνια, πρακτικές μονομερούς αθέτησης των συμπεφωνημένων αμοιβών των Ιεροψαλτών και αδικαιολόγητης μείωσης των αποδοχών τους, κατά παράβαση της κείμενης εργατικής νομοθεσίας αλλά και του Κανονισμού Ιεροψαλτών.
Υπενθυμίζουμε το σχετικό άρθρο του Κανονισμού[2] με την βεβαιότητα ότι οποιαδήποτε γενόμενη παρατυπία ουδέποτε έγινε με δόλο αλλά από λάθος και έλλειψη σχετικής πληροφόρησης των Εκκλησιαστικών Συμβουλίων για την νομοθεσία.
Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, διαχρονικά οι αποδοχές των Ιεροψαλτών συνδέθηκαν ατύπως με τον κατώτατο μισθό του ανειδίκευτου εργάτη, παρά το γεγονός ότι ο Α.Ν. 2200/40 εξαιρούσε (κατά την περίοδο εφαρμογής του) τους Ιεροψάλτες από την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΕΣΕΕ). Με βάση αυτή τη λογική κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης ζητήθηκε από τους ναούς περιστολή των αποδοχών αντίστοιχη με αυτή που συνετελέσθη στον δημόσιο τομέα, καθώς και κατάργηση των Δώρων (Χριστουγέννων, Πάσχα, Αδείας). Παρά το γεγονός, όμως, ότι το Κράτος επαναφέρει τις αποδοχές των εργαζομένων στα προ της κρίσης επίπεδα ή και υψηλότερα ακόμα, οι Ναοί (δια των Εκκλησιαστικών τους Συμβουλίων) παραμένουν σιωπηλοί και μάλλον αδιάφοροι, δεν προβαίνουν σε καμιά πράξη αποκατάστασης, προκαλώντας μεγάλη οικονομική ζημιά στους εργαζόμενους Ιεροψάλτες.
Ιδιαίτερα, αναφορικά με το ζήτημα των Δώρων, όπως είναι γνωστό, η Εκκλησία έσπευσε να συμμορφωθεί (sic) με τις επιταγές του Κράτους, που κατάργησε τα Δώρα, αποσιωπώντας το γεγονός ότι οι ψάλτες μπορεί μεν να λογιζόμαστε ως εργαζόμενοι με σχέση Δημοσίου Δικαίου, αλλά δεν αμειβόμαστε από την Ενιαία Αρχή Πληρωμής (Λογιστήριο του Κράτους), συνεπώς οι αποδοχές μας δεν προκαλούν δημοσιονομική δαπάνη. Επιπροσθέτως δε, κατά τις περιόδους των Εορτών διανύουμε μακρές περιόδους εξαιρετικά επίπονης υπηρεσίας, με αλλεπάλληλες ακολουθίες, ενώ δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις συναδέλφων που ασθενούν ή και καταλήγουν από το βάρος των υποχρεώσεων. Δεδομένου ότι ο Κανονισμός Ιεροψαλτών αναφέρει ρητά την υποχρέωση καταβολής Δώρων (Χριστουγέννων, Πάσχα και Αδείας), ως μέρος του περιγραφόμενου ειδικού καθεστώτος αμοιβών μας, θεωρούμε ότι η κατάργησή τους με Εγκυκλίους είναι παράνομη.
ΚΑΘΟΡΙΣΜΟΣ ΚΑΤΩΤΕΡΟΥ ΜΙΣΘΟΥ ΑΝΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ
Σύμφωνα με το προαναφερόμενο Άρθρο 7, παρ. 2 «Ο κατώτερος, κατά κατηγορίαν, μισθός Ιεροψάλτου καθορίζεται από το οικείο Μητροπολιτικό Συμβούλιο». Σε συνδυασμό με τις ακολουθούσες παραγράφους σχηματοποιούν ειδικό καθεστώς αμοιβών, σαφώς διαφοροποιημένο από το γενικό καθεστώς των υπαλλήλων, που συνδέονται με καθεστώς δημοσίου δικαίου. Διαφορετικά, θα ήταν εξαιρετικά ενδιαφέρον να αναζητήσουμε και άλλους κλάδους «δημοσίου δικαίου» που να λαμβάνουν φιλοδώρημα (εμείς τα λέμε κατά το εκκλησιαστικό έθος «τυχερά» αλλά φιλοδωρήματα είναι) για αυτοτελείς υπηρεσίες που προσφέρουμε.
Σεβασμιώτατε,
Η Βυζαντινή μουσική θεωρείται -και αναντίρρητα αποτελεί- όχι απλώς εθνική αλλά οικουμενική υπόθεση και οι ψάλτες ως κύριοι και μοναδικοί φορείς της, ως διαχειριστές του εθνικού μουσικού μας πολιτισμού, πρέπει να παραμείνουν ζωντανοί και ενεργοί. Η ΟΜΣΙΕ από το 1979 τούς εκπροσωπεί με αγωνία, έναντι όσων ευρύτερα συντελούνται, με υψηλό σκοπό και αποστολή την κατοχύρωση και προαγωγή του ιεροψαλτικού λειτουργήματος και την προστασία των επαγγελματικών συμφερόντων των ιεροψαλτών με κάθε νόμιμο μέσο και τη Νομοθετική των κατοχύρωση.
Καθώς είναι πανθομολογούμενο ότι ο Κανονισμός εφαρμόζεται πλημμελώς, αποσπασματικά και κατά το δοκούν, διαμαρτυρόμαστε καθώς επί σειρά ετών τείνει να παγιωθεί ένα καθεστώς που αδικεί κατάφωρα τους ιεροψάλτες, τους εγκλωβίζει θεσμικά και τους οδηγεί σε μαρασμό και απαξίωση.
Διατηρούμε εδραία την πεποίθηση ότι η σημερινή κατάσταση δεν αποτελεί προϊόν δόλου ή εσκεμμένης πρακτικής, αλλά αποτέλεσμα της γενικευμένης κρίσης, η οποία πλήττει και την Εκκλησία μας.
Για το λόγο αυτό, σε μια ακόμα προσπάθειά μας να συμβάλλουμε στην ενημέρωση και την βελτίωση της διοίκησης, καθώς η πλειοψηφία των εκκλησιαστικών συμβουλίων δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξη του κανονισμού αυτού, θεωρούμε απαραίτητη τη συχνή κοινοποίηση του Κανονισμού, ώστε να αποφεύγονται παρεξηγήσεις και να επιτυγχάνεται η πλήρης και πιστή εφαρμογή του.
Με βάση όσα αναλυτικά εκθέσαμε, υιικώς παρακαλούμε όπως:
- Συστήσετε με Εγκύκλιο την πιστή και απαρέγκλιτη τήρηση του Κανονισμού Ιεροψαλτών κατά τις διαδικασίας προκήρυξης και πρόσληψης Ιεροψαλτών.
- Συστήσετε την υποχρεωτική συμμόρφωση με το νομικό πλαίσιο ασφάλισης.
- Καταργήσετε παλαιότερες Εγκυκλίους και επαναφέρετε την καταβολή Δώρων, καθώς αυτά παράτυπα καταργήθηκαν.
- Ορίσετε με απόφαση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου κατώτατο μισθό ανά κατηγορία Ιεροψαλτών.
- Προσδιορίσετε για το Οικονομικό Έτος 2025 ποσοστό αύξησης, αντίστοιχο με την αύξηση του μέσου κόστους ζωής και τις αυξήσεις του κατώτατου μισθού του ανειδίκευτου εργάτη.
- Συστήσετε -σε περίπτωση που δεν υπάρχει ήδη- το προβλεπόμενο Ταμείο Αλληλεγγύης Ιεροψαλτών, με ποιμαντική μέριμνα της Μητροπόλεως, ώστε και οι πτωχοί ναοί να δύνανται να προσφέρουν αξιοπρεπείς αμοιβές.
Όντες βέβαιοι για την κατανόησή Σας για την πρωτοβουλία μας αυτή, την αφειδώλευτη αγάπη προς την Ιεροψαλτική κοινότητα, την αδιάπτωτη μέριμνά σας για την ψαλτική τέχνη αλλά και την θετική αντιμετώπιση των δίκαιων παρακλήσεών μας, καταφιλούμε την Τιμία Δεξιά Σας.
Διατελούντες μεθ’ υιικής αγάπης και πλείστης τιμής,
[1] Σε κάθε Ενοριακό Ιερό Ναό ιδρύονται δύο θέσεις Ιεροψαλτών, και συγκεκριμένα του Πρωτοψάλτη (Δεξιού) και του Λαμπαδάριου (Αριστερού).
- Στους ανωτέρω Ιερούς Ναούς δύνανται να προσλαμβάνονται και βοηθοί Ιεροψάλτες (Δομέστικοι) ή Μέλη πολυμελούς Βυζαντινού Χορού του Ναού.
- Ο Ιεροψάλτης διορίζεται σε μία εκ των ανωτέρω δύο θέσεων και συνδέεται με τον Ενοριακό Ναό, όπου διακονεί με εργασιακή σχέση δημοσίου δικαίου, προσλαμβάνεται δε κατά τη διαδικασία του επομένου άρθρου. (Κ.Ι. Άρθρο 3)
[2] ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ΄
Δικαιώματα Ιεροψαλτών
Άρθρο 7
- Το ύψος της αμοιβής εκάστου Ιεροψάλτη τελεί σε συνάρτηση με τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα του, την κατηγορία στην οποία έχει καταταγή, καθώς και με την συμβολή του στην πνευματική πρόοδο της Ενορίας και τις οικονομικές δυνατότητες του Ναού, αποτελεί δε αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ αυτού και του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Το ύψος της αμοιβής αναγράφεται στον Προϋπολογισμό του Ιερού Ναού και τελεί υπό την έγκριση του Μητροπολιτικού Συμβουλίου.
- Ο κατώτερος, κατά κατηγορίαν, μισθός Ιεροψάλτου καθορίζεται από το οικείο Μητροπολιτικό Συμβούλιο.
- Πέρα της συμφωνημένης αμοιβής, ο Ιεροψάλτης λαμβάνει:
α) Δώρο Χριστουγέννων
β) Δώρο Πάσχα
γ) Επίδομα αδείας
Οι ανωτέρω μισθοί αναπροσαρμόζονται κάθε χρόνο με αύξηση, κατά την κρίση των οικείων Εκκλησιαστικών Συμβουλίων.
- Ο Ιεροψάλτης κατ’ έτος λαμβάνει μηνιαία άδεια με πλήρεις αποδοχές. Η αναπλήρωσή του κατά το διάστημα τούτο και ο χρόνος λήψεως της αδείας ορίζεται κατόπιν συμφωνίας των Ιεροψαλτών του Ναού και του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Η δαπάνη της αναπληρώσεως κατά τον χρόνο της κανονικής άδειας του Ιεροψάλτη βαρύνει το Εκκλησιαστικό Συμβούλιο.
- Ο Ιεροψάλτης δικαιούται μέρος των προσφερομένων από τους πιστούς για την τέλεση ιεροπραξιών. Επίσης όπου οι πιστοί επιθυμούν να συμμετάσχει χορωδία, προτιμάται αυτή του Ναού.
- Σε κάθε Ιερά Μητρόπολη δύναται να συσταθεί Ταμείο Αλληλοβοήθειας προς ενίσχυση των υπηρετούντων σε πτωχές Ενορίες Ιεροψαλτών. Η σύσταση, η λειτουργία και οι πόροι του Ταμείου επαφίενται στην ποιμαντική μέριμνα των οικείων Μητροπολιτών.